καρβίδια

καρβίδια
Ενώσεις του άνθρακα με ηλεκτροθετικά στοιχεία, κυρίως μέταλλα και ορισμένα αμέταλλα. Διακρίνονται ανάλογα με τον τύπο του χημικού δεσμού σε τρεις ομάδες. Τα ιοντικά κ. σχηματίζονται από τα ισχυρά ηλεκτροθετικά μέταλλα, όπως είναι τα κ. των αλκαλίων (LiC2 και Na2C2), των μετάλλων των αλκαλικών γαιών (MgC2,CaC2, SrC2), των σπάνιων γαιών (YC2, LaC2) και των ακτινίδων (ThC2). Τα ομοιοπολικά κ. έχουν τυπικό παράδειγμά τους το κ. του πυριτίου (SiC) και του βορίου (B4C)· τα κ. της ομάδας αυτής παρουσιάζουν μεγάλη χημική αδράνεια και θερμική αντίσταση, μεγάλο βαθμό σκληρότητας και είναι ημιαγωγοί. Τα μεταλλικά κ., τέλος, σχηματίζονται συνήθως ως ενδιάμεσες φάσεις ατόμων του άνθρακα και βρίσκονται σε κοιλότητες του μεταλλικού πλέγματος των στοιχείων μεταπτώσεως· έχουν μεγάλη σκληρότητα και αντοχή στη φθορά, σχεδόν μηδενική ελαστικότητα στις συνηθισμένες θερμοκρασίες και είναι όλα καλοί αγωγοί. Τα κ. παρασκευάζονται συνήθως με θέρμανση μείγματος μετάλλου και σκόνης άνθρακα σε αδρανές αναγωγικό αέριο ή με τήξη του μετάλλου και ταυτόχρονη ανθράκωση (MeO + 2C → MeC + CO, σε θερμοκρασίες 1.500-2.000°C). Από τα ιοντικά κ., πολύ σημαντικό είναι το ανθρακασβέστιο, που χρησιμοποιείται για τη βιομηχανική παρασκευή του ακετυλενίου. Τα κ. χρησιμοποιούνται στην κατασκευή θερμαντικών στοιχείων για κλιβάνους, ως προστατευτικά περιβλήματα θερμοστοιχείων, στην κατασκευή σκληρών μεταλλικών κραμάτων, υλικών τριβής, σωληνώσεων και δικτύου αντιδραστήρων, ρεζίστορ και διαφόρων στοιχείων στις συσκευές ημιαγωγών κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… …   Dictionary of Greek

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

  • καρβίδιο — το χημ. συν. στον πληθ. τα καρβίδια συνοπτική ονομασία χημικών ενώσεων στις οποίες ο άνθρακας είναι ενωμένος με ένα μεταλλικό ή επαμφοτερίζον χημικό στοιχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carbide < carb (πρβλ. λατ. carbo… …   Dictionary of Greek

  • ακετυλενικοί υδρογονάνθρακες ή αλκίνια — Υδρογονάνθρακες που περιέχουν έναν τριπλό δεσμό και έχουν γενικό τύπο R C CH και R C C R ή R C C R’ (όπου R, R’ ρίζες). Οι πρώτοι θεωρούνται μονοϋποκατεστημένα και οι δεύτεροι διυποκατεστημένα παράγωγα του πρώτου μέλους της σειράς (ακετυλένιο).… …   Dictionary of Greek

  • Κιροβακάν — (Kirovakan). Πόλη (170.200 κάτ. το 2002) της Αρμενίας, η οποία μετά την ανεξαρτησία της χώρας το 1991 μετονομάστηκε σε Βανατζόρ. Το Κ. πήρε την ονομασία του προς τιμήν του σοβιετικού πολιτικού Σεργκέι Κίροφ το 1935 (έως τότε ονομαζόταν Καρακλίς) …   Dictionary of Greek

  • Μεντελέγεβ, Ντμίτρι Ιβάνοβιτς — (Dmitri Ivanovitch Mendeleyev,Τόμπολσκ 1834 – Πετρούπολη 1907). Ρώσος χημικός. Η φήμη του συνδέεται με τον θεμελιώδους σημασίας περιοδικό πίνακα των στοιχείων. Ο Μ. ήταν το τελευταίο από τα δεκαεπτά παιδιά του διευθυντή του γυμνασίου του Τόμπολσκ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”